- τετραγωνισμός
- Στη στοιχειώδη γεωμετρία σημαίνει την κατασκευή ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο προς το εμβαδόν δοθέντος σχήματος. Νοείται ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα πρέπει να λύνεται με τα μόνα μέσα που διαθέτει η στοιχειώδης γεωμετρία, δηλαδή με τον κανόνα και τον διαβήτη. Με την περιοριστική αυτή προϋπόθεση, ενδέχεται το ορισμένο πρόβλημα να μην επιδέχεται λύση, όπως στην περίπτωση τ. του κύκλου. Τα νεότερα μαθηματικά μπόρεσαν να λύσουν κατ’ αρχήν το πρόβλημα του τ. των επιφανειών με τον ολοκληρωτικό λογισμό.
(Αστρον.). Φαινομενική θέση, ως προς τη Γη, 2 αστέρων που απέχουν μεταξύ τους κατά 1/4 του κύκλου, δηλαδή βρίσκονται σε τέτοια θέση ώστε οι οπτικές τους ακτίνες να σχηματίζουν ορθή γωνία. Ιδιαίτερη αστρονομική σημασία έχουν οι τ. των πλανητών και της Σελήνης ως προς τον Ήλιο. Ένας πλανήτης λέγεται ότι βρίσκεται σε τ., όταν η ευθεία που ενώνει το κέντρο του πλανήτη με το κέντρο της Γης είναι κάθετη προς την ευθεία που ενώνει το κέντρο της Γης με το κέντρο του Ήλιου. Οι εσωτερικοί πλανήτες Ερμής και Αφροδίτη δεν μπορούν να βρεθούν σε θέση τ., γιατί η αποχή τους από τον Ήλιο είναι πάντοτε μικρότερη των 90°. Για τη Σελήνη, οι τ. συμβαίνουν κατά 1/4 συνοδικού μηνός μετά τη νέα Σελήνη και μετά την πανσέληνο και ανταποκρίνονται προς τις φάσεις του πρώτου και τελευταίου τέταρτου, όταν ο δορυφόρος μας φαίνεται κατά το μισό, φωτισμένος.
* * *ο, ΝΜΑ [τετραγωνίζω]1. η γεωμετρική κατασκευή ενός τετραγώνου2. φρ. «τετραγωνισμός τού κύκλου»i) γνωστότατο πρόβλημα το οποίο απασχόλησε από την αρχαιότητα τους μαθηματικούς και το οποίο συνίσταται στην ανεύρεση ενός τετραγώνου με εμβαδόν αυστηρά ίσο με το εμβαδόν δοθέντος κύκλου με τη βοήθεια μόνο τού κανόνα και τού διαβήτηii) λέγεται για μάταιη ενασχόληση σε ακατόρθωτο έργονεοελλ.1. μαθημ. η διαδικασία εύρεσης ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο προς το εμβαδόν δεδομένης επιφάνειας2. φυσ. (στην κυματική και γενικότερα στα περιοδικά φαινόμενα) η κατάσταση εναλλασόμενων ημιτονοειδών μεγεθών τής ίδιας συχνότητας κατά την οποία υφίσταται μεταξύ τους διαφορά φάσης που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο τής περιόδου3. αστρον. η όψη ενός ουράνιου σώματος κατά την οποία η διεύθυνσή του, όπως παρατηρείται από τη Γη, σχηματίζει ορθή γωνία με τη διεύθυνση τού Ηλίου.
Dictionary of Greek. 2013.